Η ταξιδιωτική λογοτεχνία του Γιώργου Βέη
Έντυπη Έκδοση Βιβλιοθήκη, Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
Αγαπημένοι τόποι και τοπία
Από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου
Γιώργος Βέης
Μανχάταν - Μπανγκόκ
Μαρτυρίες, μεταβάσεις
εκδόσεις Κέδρος, σ. 232
Ο ποιητής Γιώργος Βέης είναι ο συστηματικότερος και σημαντικότερος συγγραφέας βιβλίων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας τα τελευταία δώδεκα χρόνια· από το 1999, οπότε και εξέδωσε το Ασία, Ασία, έως σήμερα. Θα τολμούσα μάλιστα να προσθέσω ότι δεν είναι ένας απλός συνεχιστής του είδους -όπως αυτό καλλιεργήθηκε από τον Καζαντζάκη, τον Παπαντωνίου, τον Ουράνη, τον Βενέζη, τον Θεοτοκά, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Κόντογλου, τον Μυριβήλη και τόσους άλλους- αλλά ένας ανανεωτής του, εκμεταλλευόμενος και καλλιεργώντας όλες τις επιμέρους γνωρισματικές-χαρακτηριστικές εκδοχές του: την ταξιδιωτική αφήγηση, την προσωπική ημερολογιακή αποτύπωση εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων, την αυτοβιογραφία, τη γεωγραφική και ιστορική προσέγγιση και την εξομολόγηση. Κι αυτό, επειδή ο Γιώργος Βέης δεν υπήρξε ένας απλός επισκέπτης των τόπων στους οποίους αναφέρεται, αλλά, ζώντας σ' αυτούς επί σειρά ετών, με την ιδιότητα του διπλωμάτη, μπόρεσε να διεισδύσει στα βάθη της ιστορίας τους, να συνδυάσει επαγωγικά το παρελθόν με το παρόν τους και να καταλήξει σε σκέψεις, ειδικά και γενικά συμπεράσματα ενδεικτικά της ιστορικής αίσθησης που τον χαρακτηρίζει.
Γράφοντας πριν από λίγα χρόνια για την ποιητική συλλογή του Ν, όπως νοσταλγία, σημείωνα ότι η «αποδημητικότητα» μοιάζει να έχει γίνει κάτι σαν δεύτερη φύση του. Οτι η αποδημητικότητα, άρα και νοσταλγία, τον στρέφουν και, κατά κύματα, τον ωθούν σε αναπαραστάσεις μιας άλλης πραγματικότητας, διαφορετικών πνευματικών και εικαστικών προτύπων και, γενικά, ενός άλλου τρόπου ζωής, όπως τον γνώρισε και τον βίωσε στη μακρόχρονη διαβίωσή του σε τόπους της Απω Ανατολής. Πράγμα που κάνει, έχοντας προηγουμένως με εμπιστοσύνη αφεθεί, χωρίς φοβίες και προκαταλήψεις, στη γοητεία του διαφορετικού, όπως εύκολα προκύπτει και από την ανάγνωση του περί ου ο λόγος βιβλίου. Το οποίο αποτελεί ακόμη έναν καρπό ενός εξακολουθητικά φυγόκεντρου βίου· μία ακόμα αποζημίωση, θα πρόσθετα, των περιφορών του συγγραφέα γύρω από τον άξονα της ακόρεστης ταξιδιωτικής του επιθυμίας.
Ο Γιώργος Βέης, εξακολουθητικά περιπλανώμενος σε αγαπημένους του τόπους, τοπία και πόλεις, αφήνεται να χαθεί όπως θα χανόταν σε ένα άγνωστο δάσος. Ο,τι υποπίπτει στην αντίληψή του και στις αισθήσεις του, το καταγράφει έτσι, που ο λόγος του παίρνει τη χροιά της προσωπικής εξομολόγησης. Μιλώντας γι' αυτό εκφράζει τον βαθύτερο εαυτό του· θα έλεγε κανείς ότι ταυτίζεται με ό,τι βλέπει και τον κινητοποιεί εκφραστικά, ότι μιλώντας γι' αυτό διακατέχεται από μια διάθεση ερωτική, ενώ ταυτόχρονα υφίσταται έναν πνευματικό ερεθισμό, μια συγκίνηση διανοητική. Η εντύπωση και η διάθεση για περιγραφή εκφράζονται ως προβολή του εσωτερικού του κόσμου επάνω στον εξωτερικό. Παίρνουν την έκφραση της εσωτερικής του διάθεσης. Εκείνο που αναζητεί υπάρχει πέρα απ' αυτό που βλέπει, πέρα από το αντικείμενο, το πρόσωπο ή την κατάσταση, που, στο τέλος, μεταμορφώνονται σε εσωτερική πραγματικότητα (Στ. Ξεφλούδας).
Τα συνεχή ταξίδια συμβάλλουν, εν τέλει, στην κατάκτηση βαθμίδων αυτογνωσίας του ταξιδευτή. Ο εαυτός του ταξιδιώτη φωτίζεται από την κατανόηση και την κατάκτηση του άλλου, του διαφορετικού. Ο,τι αποσπά και κινεί την προσοχή του, ύστερα από μία εσωτερική διαδικασία, μετατρέπεται σε έναυσμα για καταβυθίσεις αυτογνωσιακού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, θα έλεγε κανείς ότι στις διαρκείς μετακινήσεις, στην ηδονόπαθη προσπάθειά του να οικειωθεί το αλλότριο, το διαφορετικό, τον στέργουν φωνές συγγραφέων και φιλοσόφων που, με τον δικό τους τρόπο, από τη δική του σκοπιά ο καθένας, μίλησαν για τους τόπους που τώρα κινητοποιούν, με ποικίλους τρόπους, κι αυτόν. Για τόπους τους οποίους επισκέπτεται και γνωρίζει όχι ως απλός ταξιδιώτης-επισκέπτης, αλλά ως ερευνητής του υπεδάφους της αφείδωλα εκτεθειμένης μπροστά στα μάτια του σαγηνευτικής πραγματικότητας.
Εχοντας ζήσει στο Πεκίνο (1991-1995) και στο Χονγκ Κονγκ (2000-2004), μπόρεσε να εγκολπωθεί στην πράξη «το απώτερο νόημα καίριων δηλώσεων και ειδοποιών συνδηλώσεων της σινικής συμπεριφοράς»· να διεισδύσει με κατανόηση και εμβρίθεια σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής και πνευματικής ιδιομορφίας, να κατανοήσει και να καταδείξει τις προφανείς και τις υπολανθάνουσες ποιότητες-ιδιαιτερότητες του σινικού φαινομένου. Κι όλ' αυτά, χωρίς να απεμπολήσει την ταυτότητα του σκεπτόμενου Ευρωπαίου, συνδέοντας Ανατολή και Δύση, βρίσκοντας, αισθανόμενος μάλλον, την «πληρότητα της νιτσεϊκής σκέψης» να αποκτά μέσα του μιαν έντονη ινδονησιακή απόχρωση.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Το τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική, αναφέρεται στο Μανχάταν, όπου έζησε ανάμεσα στα 1983 και στα 1989 και που ξαναεπισκέφτηκε, για επαγγελματικούς λόγους, το 2009. Αρα οι μνήμες, στην προκειμένη περίπτωση, είναι παλιές, αλλά και πρόσφατες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα κείμενα εδώ, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, μοιάζουν με ημερολογιακές εγγραφές και, σαν τέτοια, άπτονται της συγγραφικής-ποιητικής πορείας του συγγραφέα, ο οποίος, με μια διάθεση σχεδόν εξομολογητική, οδηγεί τον αναγνώστη στο ποιητικό του εργαστήρι, αποκαλύπτοντάς του τρόπους μεταποίησης εντυπώσεων και σκέψεων εξωτερικής προέλευσης σε εσωτερικά βιώματα· σε προποιητικό υλικό. Μιλάει για συναντήσεις του με αγαπημένους του συγγραφείς, όπως ο Κάλλας και ο Μπόρχες, για εκ του σύνεγγυς γνωριμίες του με το έργο σημαντικών δημιουργών, όπως ο Αντι Γουόρχολ, ο Φρανκ Στέλλα κ.ά. Περιγράφει τρόπους με τους οποίους μυήθηκε στην εντοπιότητα, στην ιθαγένεια που τίμησαν συγγραφείς, όπως ο Γουίτμαν και ο Φιτζέραλντ, κατορθώνοντας, σαν από μία ενδιάθετη δύναμη βοηθημένος, να αντισταθεί στην τύρβη των γεγονότων και, κυρίως, στη φθορά που κάθε ημερολόγιο γραφείου υπαινίσσεται καθημερινά, προκειμένου να διατηρήσει απρόσβλητη, από εξωτερικούς παράγοντες, τη σχέση που τον συνδέει, ως παρατηρητή της πραγματικότητας, με μια συγκεκριμένη, κάθε φορά, απόχρωσή της. Με αποτέλεσμα οι περιγραφές του, οι αφηγήσεις του, να διατηρούν ακέραιο το πρώτο, το καταλυτικό εκείνο ξάφνιασμα του παρθενικού βλέμματος. Για να μπορεί, εν τέλει, να πολλαπλασιάζει ακαταπαύστως τις εικόνες που συγκράτησε και να τις καθιστά πηγές σημαντικών κειμένων, όπως είναι αυτά που συγκροτούν το παρόν βιβλίο του.
Έντυπη Έκδοση Βιβλιοθήκη, Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
Αγαπημένοι τόποι και τοπία
Από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου
Γιώργος Βέης
Μανχάταν - Μπανγκόκ
Μαρτυρίες, μεταβάσεις
εκδόσεις Κέδρος, σ. 232
Ο ποιητής Γιώργος Βέης είναι ο συστηματικότερος και σημαντικότερος συγγραφέας βιβλίων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας τα τελευταία δώδεκα χρόνια· από το 1999, οπότε και εξέδωσε το Ασία, Ασία, έως σήμερα. Θα τολμούσα μάλιστα να προσθέσω ότι δεν είναι ένας απλός συνεχιστής του είδους -όπως αυτό καλλιεργήθηκε από τον Καζαντζάκη, τον Παπαντωνίου, τον Ουράνη, τον Βενέζη, τον Θεοτοκά, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Κόντογλου, τον Μυριβήλη και τόσους άλλους- αλλά ένας ανανεωτής του, εκμεταλλευόμενος και καλλιεργώντας όλες τις επιμέρους γνωρισματικές-χαρακτηριστικές εκδοχές του: την ταξιδιωτική αφήγηση, την προσωπική ημερολογιακή αποτύπωση εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων, την αυτοβιογραφία, τη γεωγραφική και ιστορική προσέγγιση και την εξομολόγηση. Κι αυτό, επειδή ο Γιώργος Βέης δεν υπήρξε ένας απλός επισκέπτης των τόπων στους οποίους αναφέρεται, αλλά, ζώντας σ' αυτούς επί σειρά ετών, με την ιδιότητα του διπλωμάτη, μπόρεσε να διεισδύσει στα βάθη της ιστορίας τους, να συνδυάσει επαγωγικά το παρελθόν με το παρόν τους και να καταλήξει σε σκέψεις, ειδικά και γενικά συμπεράσματα ενδεικτικά της ιστορικής αίσθησης που τον χαρακτηρίζει.
Γράφοντας πριν από λίγα χρόνια για την ποιητική συλλογή του Ν, όπως νοσταλγία, σημείωνα ότι η «αποδημητικότητα» μοιάζει να έχει γίνει κάτι σαν δεύτερη φύση του. Οτι η αποδημητικότητα, άρα και νοσταλγία, τον στρέφουν και, κατά κύματα, τον ωθούν σε αναπαραστάσεις μιας άλλης πραγματικότητας, διαφορετικών πνευματικών και εικαστικών προτύπων και, γενικά, ενός άλλου τρόπου ζωής, όπως τον γνώρισε και τον βίωσε στη μακρόχρονη διαβίωσή του σε τόπους της Απω Ανατολής. Πράγμα που κάνει, έχοντας προηγουμένως με εμπιστοσύνη αφεθεί, χωρίς φοβίες και προκαταλήψεις, στη γοητεία του διαφορετικού, όπως εύκολα προκύπτει και από την ανάγνωση του περί ου ο λόγος βιβλίου. Το οποίο αποτελεί ακόμη έναν καρπό ενός εξακολουθητικά φυγόκεντρου βίου· μία ακόμα αποζημίωση, θα πρόσθετα, των περιφορών του συγγραφέα γύρω από τον άξονα της ακόρεστης ταξιδιωτικής του επιθυμίας.
Ο Γιώργος Βέης, εξακολουθητικά περιπλανώμενος σε αγαπημένους του τόπους, τοπία και πόλεις, αφήνεται να χαθεί όπως θα χανόταν σε ένα άγνωστο δάσος. Ο,τι υποπίπτει στην αντίληψή του και στις αισθήσεις του, το καταγράφει έτσι, που ο λόγος του παίρνει τη χροιά της προσωπικής εξομολόγησης. Μιλώντας γι' αυτό εκφράζει τον βαθύτερο εαυτό του· θα έλεγε κανείς ότι ταυτίζεται με ό,τι βλέπει και τον κινητοποιεί εκφραστικά, ότι μιλώντας γι' αυτό διακατέχεται από μια διάθεση ερωτική, ενώ ταυτόχρονα υφίσταται έναν πνευματικό ερεθισμό, μια συγκίνηση διανοητική. Η εντύπωση και η διάθεση για περιγραφή εκφράζονται ως προβολή του εσωτερικού του κόσμου επάνω στον εξωτερικό. Παίρνουν την έκφραση της εσωτερικής του διάθεσης. Εκείνο που αναζητεί υπάρχει πέρα απ' αυτό που βλέπει, πέρα από το αντικείμενο, το πρόσωπο ή την κατάσταση, που, στο τέλος, μεταμορφώνονται σε εσωτερική πραγματικότητα (Στ. Ξεφλούδας).
Τα συνεχή ταξίδια συμβάλλουν, εν τέλει, στην κατάκτηση βαθμίδων αυτογνωσίας του ταξιδευτή. Ο εαυτός του ταξιδιώτη φωτίζεται από την κατανόηση και την κατάκτηση του άλλου, του διαφορετικού. Ο,τι αποσπά και κινεί την προσοχή του, ύστερα από μία εσωτερική διαδικασία, μετατρέπεται σε έναυσμα για καταβυθίσεις αυτογνωσιακού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, θα έλεγε κανείς ότι στις διαρκείς μετακινήσεις, στην ηδονόπαθη προσπάθειά του να οικειωθεί το αλλότριο, το διαφορετικό, τον στέργουν φωνές συγγραφέων και φιλοσόφων που, με τον δικό τους τρόπο, από τη δική του σκοπιά ο καθένας, μίλησαν για τους τόπους που τώρα κινητοποιούν, με ποικίλους τρόπους, κι αυτόν. Για τόπους τους οποίους επισκέπτεται και γνωρίζει όχι ως απλός ταξιδιώτης-επισκέπτης, αλλά ως ερευνητής του υπεδάφους της αφείδωλα εκτεθειμένης μπροστά στα μάτια του σαγηνευτικής πραγματικότητας.
Εχοντας ζήσει στο Πεκίνο (1991-1995) και στο Χονγκ Κονγκ (2000-2004), μπόρεσε να εγκολπωθεί στην πράξη «το απώτερο νόημα καίριων δηλώσεων και ειδοποιών συνδηλώσεων της σινικής συμπεριφοράς»· να διεισδύσει με κατανόηση και εμβρίθεια σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής και πνευματικής ιδιομορφίας, να κατανοήσει και να καταδείξει τις προφανείς και τις υπολανθάνουσες ποιότητες-ιδιαιτερότητες του σινικού φαινομένου. Κι όλ' αυτά, χωρίς να απεμπολήσει την ταυτότητα του σκεπτόμενου Ευρωπαίου, συνδέοντας Ανατολή και Δύση, βρίσκοντας, αισθανόμενος μάλλον, την «πληρότητα της νιτσεϊκής σκέψης» να αποκτά μέσα του μιαν έντονη ινδονησιακή απόχρωση.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Το τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική, αναφέρεται στο Μανχάταν, όπου έζησε ανάμεσα στα 1983 και στα 1989 και που ξαναεπισκέφτηκε, για επαγγελματικούς λόγους, το 2009. Αρα οι μνήμες, στην προκειμένη περίπτωση, είναι παλιές, αλλά και πρόσφατες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα κείμενα εδώ, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, μοιάζουν με ημερολογιακές εγγραφές και, σαν τέτοια, άπτονται της συγγραφικής-ποιητικής πορείας του συγγραφέα, ο οποίος, με μια διάθεση σχεδόν εξομολογητική, οδηγεί τον αναγνώστη στο ποιητικό του εργαστήρι, αποκαλύπτοντάς του τρόπους μεταποίησης εντυπώσεων και σκέψεων εξωτερικής προέλευσης σε εσωτερικά βιώματα· σε προποιητικό υλικό. Μιλάει για συναντήσεις του με αγαπημένους του συγγραφείς, όπως ο Κάλλας και ο Μπόρχες, για εκ του σύνεγγυς γνωριμίες του με το έργο σημαντικών δημιουργών, όπως ο Αντι Γουόρχολ, ο Φρανκ Στέλλα κ.ά. Περιγράφει τρόπους με τους οποίους μυήθηκε στην εντοπιότητα, στην ιθαγένεια που τίμησαν συγγραφείς, όπως ο Γουίτμαν και ο Φιτζέραλντ, κατορθώνοντας, σαν από μία ενδιάθετη δύναμη βοηθημένος, να αντισταθεί στην τύρβη των γεγονότων και, κυρίως, στη φθορά που κάθε ημερολόγιο γραφείου υπαινίσσεται καθημερινά, προκειμένου να διατηρήσει απρόσβλητη, από εξωτερικούς παράγοντες, τη σχέση που τον συνδέει, ως παρατηρητή της πραγματικότητας, με μια συγκεκριμένη, κάθε φορά, απόχρωσή της. Με αποτέλεσμα οι περιγραφές του, οι αφηγήσεις του, να διατηρούν ακέραιο το πρώτο, το καταλυτικό εκείνο ξάφνιασμα του παρθενικού βλέμματος. Για να μπορεί, εν τέλει, να πολλαπλασιάζει ακαταπαύστως τις εικόνες που συγκράτησε και να τις καθιστά πηγές σημαντικών κειμένων, όπως είναι αυτά που συγκροτούν το παρόν βιβλίο του.