ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Κώστας Ευαγγελάτος
Εγκάρσια Πτήση
Απόπειρα 2011
Αυτό το οποίο θαυμάζω στον Κώστα Ευαγγελάτο, πέρα από το εικαστικό του ταλέντο, είναι η εργατικότητά του. Θυμάμαι λ.χ. την έκθεσή του με τον τίτλο «Scriptorium» που διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων τον Οκτώβριο του 2010. Είχα εντυπωσιαστεί από το πλήθος των θεμάτων με τα οποία είχε ασχοληθεί, αλλά και με τη συνεχή αναζήτηση των τεχνικών και της φόρμας των έργων του. Κυρίαρχο στοιχείο τους η ανθρώπινη μορφή περιτριγυρισμένη ή περικλειόμενη ή αποδεσμευόμενη από στοιχεία του ρεαλιστικού ή του ιδεατού περιβάλλοντος, μορφές που ο ίδιος αποκαλεί εννοιακές. Τόσο έργο σε ποσότητα που διατηρεί και προσωπικό ύφος και βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο προϋποθέτει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό η ένδειξη της εργατικότητας του. Ο μόχθος του αποτυπώνεται και σε μια σειρά λευκώματα που έχουν κυκλοφορήσει από εκδότες ή οργανισμούς, ακόμα και από ημερολόγια που η υψηλή στάθμη τους αποτελεί μέσο αισθητικής αγωγής. Άφησα τελευταίο το συγγραφικό του έργο που απαρτίζεται από ένα βιβλίο με δοκίμια (1999) και από οκτώ ποιητικές συλλογές με ποιήματα γραμμένα από το 1973 ως το 1999. Ακολούθησε η συγκεντρωτική έκδοση «Αλέα Προσομοίων» που κυκλοφόρησε το 2002, με ποιήματα από το 1971 ως το 2001, με τους καρπούς δηλαδή μιας τριακονταετίας. Η χρονική αυτή διάρκεια δείχνει ότι το ενδιαφέρον του για την ποίηση δεν ήταν ευκαιριακό, αλλά διαρκές και ουσιαστικό, ένας ακόμα τρόπος βιωματικής έκφρασης όπως και η ζωγραφική του. Τη συγκεντρωτική αυτή έκδοση ακολούθησε το 10ο ποιητικό του βιβλίο, «Η ελεγεία των Εκβατάνων» που, όπως γράφει ο Ηλίας Τουμασάτος , καλύπτει «το ταξίδι του από την ταπεινή οδό Εκβατάνων, όπου ζούσε ως φοιτητής στη θρυλική πρωτεύουσα των Περσών, κι από κει στη δική μας ψηφιακή εποχή, την εποχή της υψηλής τεχνολογίας και της συγκαλυμμένης θηριωδίας».
Πριν μερικές εβδομάδες ο Κώστας Ευαγγελάτος κυκλοφόρησε το 11ο ποιητικό βιβλίο του με τον τίτλο «Εγκάρσια πτήση». Όπως έλεγε και ο αρχαίος κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Ας δούμε λοιπόν τις λέξεις: Εγκάρσιος είναι αυτός που τέμνει κατά μήκος ή κατά πλάτος. Η αρχική σημασία δηλώνει αυτόν που διασχίζει, που τέμνει καθέτως, ενώ ετυμολογικά αποδεικνύεται από τους γλωσσολόγους ομόρριζο με τον κορμό, σώμα δηλαδή χωρίς τα άκρα, τον κουρέα που κόβει τα μαλλιά (στα αρχαία κείρει) αλλά και το κέρμα, που κι αυτό κόβεται ως κατασκευή. Όσο για την πτήση, το πέταγμα, δεν αναφέρεται προφανώς σ’ εκείνη των πουλιών, των πετεινών του ουρανού ή σ’ εκείνη των αεροπορικών εταιρειών. Αναφέρεται κατά μεταφορά της έννοιας σε κάθε προσπάθεια για το ανέβασμα της ανθρώπινης προσωπικότητας, για την εξύψωση του πνεύματος, για την προς τα άνω κίνηση ιδεών και αισθημάτων. Η πτήση είναι ομόρριζη με τα πτερά αλλά και με την πτώση που αποτελεί τον κίνδυνο σε κάθε τέτοια προσπάθεια, σε κάθε πτήση. Μπορεί λοιπόν και στον τίτλο να εμπεριέχονται τέτοιες εννοιολογικές συσχετίσεις. Η Εγκάρσια πτήση δεν αναφέρεται μόνο στον τίτλο. Σε ένα από τα «23 graffiti ψυχών» (το ένατο) διαβάζουμε: «...Στον καμβά της πλάτης σου / φύτρωσαν φτερά. / Εγκάρσια ταξιδεύεις». Επιβεβαιώνονται έτσι οι γλωσσικές συσχετίσεις που προηγήθηκαν, όπως και στο ομώνυμο ποίημα «Εγκάρσια πτήση» (ΙΙΙ) με την πτώση να ελλοχεύει και τον ποιητή να ψάχνει «...στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων / ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη».
Η νέα αυτή συλλογή του περιλαμβάνει συνολικά 40 ποιήματα μοιρασμένα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα απαρτίζεται από 23 graffiti. Ξέρετε καλά τη λέξη, που ορίζεται ως ζωγραφικό σχέδιο, αρχικά γράμματα ή συνθήματα και που ζωγραφίζονται με σπρέι πάνω σε χτισμένες επιφάνειες, τοίχους ή πεζοδρόμια. Ξέρετε ακόμα ότι αποτελούν τρόπο προσωπικής έκφρασης αλλά και διαμαρτυρίας. Αν μεταφέρετε τον ορισμό του graffiti, έχετε ακριβώς την προσέγγιση αυτών των ποιημάτων. Πάνω στους άδειους τοίχους του σύγχρονου ατόμου ο ποιητής επιχειρεί να αποτυπώσει τα δικά του μηνύματα, τις χρωματιστές του εικόνες, τις διαμαρτυρίες. Θα δούμε κάποια από αυτά, τα ολιγόστιχα όπως και τα συνθήματα των graffiti, ποιήματα του. Και πρέπει να είναι ολιγόστιχα και ολιγόλεξα γιατί πρέπει να έχουν πυκνό περιεχόμενο, να αποτυπώνονται εύκολα στο μυαλό και να γράφονται γρήγορα στους τοίχους -λόγια και εικόνες.
Στο δευτέρο τρίστιχο των graffiti διαβάζουμε: «Παλιοί νεκροί σου γνέφουν/ και σ’ αγκαλιάζουν στοργικά. / Δεν θέλεις να ξυπνήσεις», δεν θέλεις δηλαδή, έχοντας προηγουμένως γνωρίσει το καλό και το αγαθό, να αποδεχθείς μια οδυνηρή πραγματικότητα και βρίσκεις την παρηγοριά στις ονειροπολήσεις σου. Ο απομονωτισμός και οι ατομικές λύσεις, όμως, δεν οδηγούν σε πτήσεις. «Κλεισμένος στο δωμάτιο/ διαβάζεις την Παλατινή./ Σερφάρεις στον Μεσαίωνα/ ακούς Φωρέ και Σούμπερτ/ κοιμάσαι με τ’ αγάλματα» γράφει. Αλλά όσο κι αν αυτά προσφέρουν αισθητική απόλαυση λείπει το κοινό στοιχείο που έχει δημιουργήσει και συνέχει, δηλαδή συγκρατεί, όλα τα πιο πάνω. Βεβαίως η αγάπη των δικών μας ανθρώπων γλυκαίνει και παρηγορεί ατομικά, αλλά δεν είναι τελεσφόρα σε κοινωνικό επίπεδο. Σας διαβάζω ένα ακόμα γκράφιτι: «Σ’ αναζητάει / ο πιστός σου σκύλος. / Γαβγίζει τους υποκριτές. / Γλείφει τα δάκρυά μας». Διάφορα τέτοια υποστηρικτικά συστήματα εξετάζει με το δικό του λιτό ποιητικό τρόπο ο Κ.Ε. Νομίζω όμως ότι την απάντησή του την έχει δώσει πριν να θέσει τα ερωτήματα, πριν ακόμα να εξετάσει τα δεδομένα, αμέσως στο πρώτο τρίστιχο της ενότητας γκράφιτι: «Νύχτες φυτεύεις όνειρα. Πρωί βλασταίνουν δόρατα. / Κόκκινος αναδύεσαι στο μέλλον».
Η δεύτερη ενότητα, χωρίς ιδιαίτερο τίτλο, περιλαμβάνει 16 αυτόνομα ποιήματα. Ενδιαφέρουσα είναι η εναλλαγή του ύφους και η προσαρμογή των λέξεων στα χαρακτηριστικά του τόπου. Στο ποίημα «Ες Τήνον» λ.χ. έχουμε τους προσδιορισμούς Έρεισμα πίστης, Ξώμβουργο παλιό, Βόμβος περιστεριών, ονόματα γλυπτά, γιγάντιοι λίθοι κ.λπ. που παραπέμπουν στην Παναγία, σε τοποθεσίες, στα λαϊκά αρχτεκτονήματα των περιστερεώνων, στους μαρμαροτεχνίτες του Πύργου, στα παιγνίδια του Τσόκλη με τις γιγάντιες πέτρες της Τήνου. Το ίδιο ισχύει στο φθινοπωρινό Παρίσι με το κιτρίνισμα των φύλλων στα δέντρα των δρόμων και των πάρκων, την εμφανή πολυεθνική-πολυφυλετική παρουσία, την εμπορευματοποίηση και την αισθητική έκπτωση: «Ορδές σκλαβο-υπήκοων / αλώνουν την Μονμαρτρ / και σαν το άλλο Τσέρνομπιλ / η Ντίσνεϋ εκβράζει / τη νέα «κιτσωδία» / Ελευθερία - Ισότης – Αδελφότης / και εισπρακτική μανία». Το λιτό και μικρό ποίημα «Αίνος» έχει το δικό του ενδιαφέρον: «Βουλιάζει η πόλη/ με ρυθμούς παλιάς μαντολινάτας. / Στην κορυφή του Αίνου / ανατέλλουν αετοί / ίριδες αναγέννησης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ποίημα επιδέχεται διπλή ανάγνωση, αυτή που εύκολα φαίνεται και μια δεύτερη σε συμβολικό επίπεδο, που αντιπαραθέτει την αντίσταση και την αναγέννηση στη φθορά και την παρακμή της εμπορευματοποιημένης καθημερινότητας και της ανθρώπινης μαζικοποίησης. Όσο για το ποίημα «Επίθετα» που προφανώς παραπέμπουν σε εμβληματικές κατά τόπους προσωπικότητες, ποιητές και δημιουργούς, πραγματικά θα ήθελα ν’ ακούσω το σχόλιο του ίδιου…
Η τρίτη ενότητα, η ομώνυμη της συλλογής, απαρτίζεται από έξι επιμέρους ποιήματα με κοινή συνιστώσα το υψιπετές ταξίδι που ταυτίζεται με τη ζωή: «Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει». Ταξίδια σε τόπο και χρόνο, σε αισθήματα και σε βιώματα, στους «ιστούς του γαλαξία», σε δημιουργίες λόγου και τέχνης. Χαρακτηριστικό δείγμα: «Γράφει με φως. / Φωτογραφίζει ταξίδια ψυχής. / Ο Ζωγράφος / ανάβει / με το αίμα του το σύμπαν. / Ζωγραφίζει / την αυτόματη ροή/ των αισθημάτων. / Σκιαγραφεί / τις νοητές ευθείες των σωμάτων./ Χαραζει / την αέναη ανάπλαση της ύλης. / Τρέχει...»
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το δοκίμιο του Ηλ. Τουμασάτου «Ο Κόσμος στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου». Και ο Κ.Ε. συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία στην Τέχνη - ζωγραφική, ψηφιακές εικόνες, κατασκευές, ποίηση, στην Αθήνα, στην Κεφαλονιά, στον έξω κόσμο. Και πιστεύω πως έχει πολλά ακόμα να δώσει.
Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
Συγγραφέας, Επίτιμος Διδάκτωρ Παιδαγωγικού
και Αμ. Επικ. Καθηγητής Ιατρικής
Πανεπιστημίου Αθηνών